μαγείον

μαγείον
μαγείον, τὸ (Α) [μαγεύς]
εκμαγείο («τόν γε μὴν σπλῆνα τῶν ἐντὸς μαγεῑον, ὅθεν πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων μέγας καὶ ὕπουλος αὔξεται», Λογγίν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαγεῖον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείοις — μαγεῖον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγείον — καταμαγεῑον, τὸ (Α) κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται για καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαγεῖον (< μάσσω «σκουπίζω, πλάθω»), πρβλ. εκ μαγείον εμ μαγείον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”